- στρατηγίς
- -ίδος, ἡ, Α1. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον στρατηγό («στρατηγὶς σκηνή», Παυσ.)2. ως ουσ. γυναίκα στρατηγός3. φρ. α) «στρατηγίδες πύλαι» — η είσοδος τής σκηνής στρατηγού (Σοφ.)β) «στρατηγὶς ναῡς»(στην Αθήνα) το πλοίο τού στρατηγού (Θουκ.)γ) «στρατηγίδες σπεῑραι»(στη Ρώμη) στρατιωτικά σώματα υπό την αρχηγία τού πραίτωρα (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατηγός + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ναυαρχ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.